- αβέλτερος
- ἀβέλτερος, -ον και -α, -ον (Α)ο διανοητικά νωθρός, ανόητος, ηλίθιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + βέλτερος, ποιητ. τύπος τού βελτίων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀβέλτερος — silly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβελτέρων — ἀβέλτερος silly fem gen pl ἀβέλτερος silly masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβελτέρως — ἀβέλτερος silly adverbial ἀβέλτερος silly masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβέλτερον — ἀβέλτερος silly masc acc sg ἀβέλτερος silly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβελτερώτατοι — ἀβέλτερος silly masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβελτερώτατος — ἀβέλτερος silly masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβελτερώτεροι — ἀβέλτερος silly masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβελτερώτερος — ἀβέλτερος silly masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβελτέροις — ἀβέλτερος silly masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβελτέρους — ἀβέλτερος silly masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)